Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Abfahrt (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Abfahrten)

  1. η αναχώρηση
  2. ο απόπλους