Abbild
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Abbild (de) ουδέτερο (πληθυντικός: die Abbilder)
- η εικόνα
- η γραφική, συμβολική, ηλεκτρονική αναπαράσταση
- το αντίγραφο
Συνώνυμα επεξεργασία
- Bild ουδέτερο
- grafische, symbolische, elektronische Darstellung θηλυκό
- Kopie θηλυκό