Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Abbild (de) ουδέτερο (πληθυντικός: die Abbilder)

  1. η εικόνα
  2. η γραφική, συμβολική, ηλεκτρονική αναπαράσταση
  3. το αντίγραφο

Συνώνυμα επεξεργασία

  • Bild ουδέτερο
  • grafische, symbolische, elektronische Darstellung θηλυκό
  • Kopie θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία