AWOL
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Από τα αρχικά “Absent Without Official Leave”
Συντομομορφή επεξεργασία
AWOL (en)
- (στρατιωτικός όρος) αδικαιολογήτως απών, που βρίσκεται σε λάθος τοποθεσία όμως χωρίς πρόθεση λιποταξίας
- (μεταφορικά) ξεστρατισμένος (απ'τον σκοπό του)· κατ' επέκταση: άτακτα/άσκοπα πλανώμενος