Δείτε επίσης: -σκοπῶ, σκοπῶ, σκοπῷ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-σκοπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -σκοπῶ < σκοπῶ συνηρημένος τύπος του σκοπέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skoˈpo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -σκο‐πώ

  Επίθημα επεξεργασία

-σκοπώ, -είς, -εί..., αόρ.: -σκόπησα, παθ.φωνή: -σκοπούμαι, π.αόρ.: -σκοπήθηκα, μτχ.π.π.: -σκοπημένος

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  • Τα ρήματα -σκοπώ κλίνονται όπως το «ασκώ»

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία