Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -πλοΐα οι -πλοΐες
      γενική της -πλοΐας των -πλοϊών
    αιτιατική τη(ν) -πλοΐα τις -πλοΐες
     κλητική -πλοΐα -πλοΐες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-πλοΐα < ελληνιστική κοινή -πλοΐα[1] < αρχαία ελληνική -πλόος < πλέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ploˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πλο‐ΐ‐α

  Επίθημα επεξεργασία

-πλοΐα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -πλοΐαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)