-δικείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -δικείο | τα | -δικεία |
γενική | του | -δικείου | των | -δικείων |
αιτιατική | το | -δικείο | τα | -δικεία |
κλητική | -δικείο | -δικεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
-δικείο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
-δικείο
|