Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-βολώ < αρχαία ελληνική -βολῶ < βάλλω

  Επίθημα επεξεργασία

-βολώ

επίθημα ρημάτων που δηλώνει ότι :
  1. υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη κατάσταση ή μια μόνιμιη ιδιότητα
  2. κάποιος / κάτι επαναλαμβάνει ή ρίχνει κάτι

Παράγωγα επεξεργασία