Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -έμπορας οι -έμπορες
& -εμπόροι
      γενική του -έμπορα των -εμπόρων
    αιτιατική τον -έμπορα τους -έμπορες
& -εμπόρους
     κλητική -έμπορα -έμπορες
& -εμπόροι
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-έμπορας < έμπορας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /emˈbo.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ε‐μπό‐ρας

  Επίθημα επεξεργασία

-έμπορας αρσενικό

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία