𐎧𐏁𐎹𐎠𐎼𐏁𐎠
Aρχαία περσικά (peo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- 𐎧𐏁𐎹𐎠𐎼𐏁𐎠 < *Xšayā-ṛšān- (άρχων των ηρώων) < *xšay- (άρχω) + *ṛšān- (ήρωας) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tek- (παίρνω, αποκτώ) + *wérsēn (άνδρας, ἄρρην)
Προφορά επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
𐎧𐏁𐎹𐎠𐎼𐏁𐎠 (en) αρσενικό