Γοτθικά (got) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

𐌲𐍉𐌸𐍃 < πρωτο-γερμανική *gōdaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰedʰ-. Συγγενές με το αγγλικό good, ολλανδικό goed, δανικό god και το γερμανικό gut.

  Επίθετο επεξεργασία

𐌲𐍉𐌸𐍃 (goþs)