Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥαβδίζω < ῥάβδος

  Ρήμα επεξεργασία

ῥαβδίζω

  1. χτυπώ δέντρα για να πέσουν οι καρποί
  2. χτυπώ άνθρωπο