ῥίψασπις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ῥίψασπις αρσενικό θηλυκό, γεν. -ιδος
εκείνος που ρίχνει την ασπίδα του στη μάχη, δειλός, άνανδρος
Δείτε επίσης : ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς |
ῥίψασπις αρσενικό θηλυκό, γεν. -ιδος
εκείνος που ρίχνει την ασπίδα του στη μάχη, δειλός, άνανδρος