Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ᾤδουν

  • α΄ πρόσωπο ενικού και γ΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική του ενεργητικού παρατατικού του ρήματος οἰδέω