Δείτε επίσης: άδω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ᾄδω < συνηρημένος αττικός τύπος του ἀείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd-

  Ρήμα επεξεργασία

ᾄδω