Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὡραίως < ὡραῖος

  Επίρρημα επεξεργασία

ὡραίως

  1. έγκαιρα, επίκαιρα, στην εποχή τους, στην κατάλληλη στιγμή
  2. (μεταγενέστερη έννοια) όμορφα