Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠμοθετέω < ὠμός και τίθημι

  Ρήμα επεξεργασία

ὠμοθετέω

  1. θέτω άψητα κομμάτια κρέατος πάνω σε αυτά που ήδη καίγονται στο βωμό
  2. θυσιάζω γενικά ( έννοια της μεταγενέστερης ελληνικής)