Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠκύπομπος < ὠκύς + πέμπω

  Επίθετο επεξεργασία

ὠκύπομπος, -ος, -ον

  • που μεταφέρει γρήγορα