ὠκύποινος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ὠκύποινος, -ος, -ον
- που τιμωρείται γρήγορα, που ανταποδίδεται γρήγορα, που κάποιος το εκδικείται γοργά
- παλαιγενῆ γὰρ λέγω παρβασίαν ὠκύποινον: μιλώ για την από παλιά παράβαση που τώρα γοργά τιμωρείται (Αισχ. Επτά επί Θήβας, 745)