ὠκυρόης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὠκυρόης αρσενικό
- παράλληλος και ποιητικός τύπος του ὠκύροος, για ποταμούς που κυλούν γρήγορα (ίσως επίθετο που δεν γνωρίζουμε άλλους τύπους του)
ὠκυρόης αρσενικό