ὠκυδρόμας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ὠκυδρόμας αρσενικό ή θηλυκό και ὠκυδρόμον το ουδέτερο καθώ και ὠκυδρόμος, -ος, ον (πιθανόν και ως ουσιαστικό)
ὠκυδρόμας αρσενικό ή θηλυκό και ὠκυδρόμον το ουδέτερο καθώ και ὠκυδρόμος, -ος, ον (πιθανόν και ως ουσιαστικό)