Ὑδρέα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ὑδρέᾱ | ||
γενική | τῆς | Ὑδρέᾱς | ||
δοτική | τῇ | Ὑδρέᾳ | ||
αιτιατική | τὴν | Ὑδρέᾱν | ||
κλητική ὦ! | Ὑδρέᾱ | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ὑδρέα < ὕδωρ
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ὑδρέα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Ὑδρέα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.