Δείτε επίσης: ὑστέρα, ύστερα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑστέρ αἱ ὑστέραι
      γενική τῆς ὑστέρᾱς τῶν ὑστερῶν
      δοτική τῇ ὑστέρ ταῖς ὑστέραις
    αιτιατική τὴν ὑστέρᾱν τὰς ὑστέρᾱς
     κλητική ! ὑστέρ ὑστέραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑστέρ
γεν-δοτ τοῖν  ὑστέραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑστέρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑστέρα, -ας θηλυκό κυρίως απαντά σε πληθ. ὑστέραι

  1. (ιατρική) μήτρα
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De muliebribus Γυναικεῖα, 2.144, @scaife.perseus
    Ἡ δὲ νοῦσος λαμβάνει, ὁκόταν ἐκ τόκου ταλαιπωρήσῃ, ὥστε ψαίρειν τὰς ὑστέρας, ἢ τῷ ἀνδρὶ ξυνίῃ ἐν τῇ λοχίῃ καθάρσει.
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 92, @scaife.perseus
    Ἢν ἀλγέῃ τὰς ὑστέρας, κυκλαμίνου τὴν ῥίζαν ἐν οἴνῳ λευκῷ πιπίσκειν νῆστιν, καὶ θερμῷ λουέσθω, καὶ ἀπὸ θερμοῦ πινέτω.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 31 @scaife.perseus
    Ὁ δὲ λεχθεὶς μῦθος περὶ τοῦ ἐκβάλλειν τὰς ὑστέρας τίκτοντα ληρώδης ἐστί, συνετέθη δ’ ἐκ τοῦ σπανίους εἶναι τοὺς λέοντας, ἀποροῦντος τὴν αἰτίαν τοῦ τὸν μῦθον συνθέντος·
     συνώνυμα: γαστήρ, μήτρα, δελφύς
  2. (συνεκδοχικά) κοιλιά
     συνώνυμα: γαστήρ, νηδύς
  3. (βιολογία) (για ωοτόκα ζώα, ερπετά, ψάρια ή πτηνά) ωοθήκη
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 10 @scaife.perseus
    Ἔχουσι δὲ καὶ τὰς ὑστέρας, ὥσπερ ἐν τοῖς ἄνω ἐλέχθη, διαφόρους οἱ ἰχθύες· τὰ μὲν γὰρ ᾠοτοκοῦντα δικρόας ἔχει καὶ κάτω, τὰ δὲ σελάχη ἀρνιθωδεστέρας.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία