ὑποσκαφή
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑποσκαφή | αἱ | ὑποσκαφαί |
γενική | τῆς | ὑποσκαφῆς | τῶν | ὑποσκαφῶν |
δοτική | τῇ | ὑποσκαφῇ | ταῖς | ὑποσκαφαῖς |
αιτιατική | τὴν | ὑποσκαφήν | τὰς | ὑποσκαφᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ὑποσκαφή | ὑποσκαφαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑποσκαφᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑποσκαφαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὑποσκαφή < αρχαία ελληνική ὑποσκάπτω < ὑπο- + σκάπτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὑποσκαφή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ὑποσκάπτω
Πηγές επεξεργασία
- ὑποσκαφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.