Δείτε επίσης: υποσκαφή

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑποσκαφή αἱ ὑποσκαφαί
      γενική τῆς ὑποσκαφῆς τῶν ὑποσκαφῶν
      δοτική τῇ ὑποσκαφ ταῖς ὑποσκαφαῖς
    αιτιατική τὴν ὑποσκαφήν τὰς ὑποσκαφᾱ́ς
     κλητική ! ὑποσκαφή ὑποσκαφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑποσκαφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ὑποσκαφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑποσκαφή < αρχαία ελληνική ὑποσκάπτω < ὑπο- + σκάπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑποσκαφή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ὑποσκάπτω

  Πηγές επεξεργασία