Δείτε επίσης: υπεράνω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπεράνω < ὑπέρ + ἄνω

  Σύνδεσμος επεξεργασία

ὑπεράνω

  1. υπεράνω, πιο πάνω
  2. (για χρόνο) πιο πίσω

συντάσσεται με γενική

Αντώνυμα επεξεργασία