Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑδρεῖον τὰ ὑδρεῖ
      γενική τοῦ ὑδρείου τῶν ὑδρείων
      δοτική τῷ ὑδρεί τοῖς ὑδρείοις
    αιτιατική τὸ ὑδρεῖον τὰ ὑδρεῖ
     κλητική ! ὑδρεῖον ὑδρεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑδρείω
γεν-δοτ τοῖν  ὑδρείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑδρεῖον < θέμα ὑδρ- του ὕδωρ + -εῖον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑδρεῖον, -ου ουδέτερο

  1. κουβάς για άντληση νερού
  2. δεξαμενή νερού

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία