Δείτε επίσης: όπου

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὅπου < θέμα ὁ- από την αντωνυμία ὅς, , + ερωτηματική αντωνυμία ποῦ.[1]
σχετικό του πόθεν, ιωνικός τύποςὅκου

  Επίρρημα επεξεργασία

ὅπου (τοπικό)

  • συσχετικό του που
  1. σε συγκεκριμένο μέρος
  2. κατά συγκεκριμένο τρόπο
  3. πως, αφού, διότι

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.