ὄχθρητα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὄχθρητα < ἔχθρητα με τροπή [e] > [o] αναλογικά προς εχθρός > οχτρός < αρχαία ελληνική ἔχθρ(α) + -ητα αναλογικά προς τα θηλυκά σε ‑-τητα.[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὄχθρητα θηλυκό (και ὄχθρητα)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἔχθρα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ όχτρητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- ὄχθρητα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].