Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀψικευόμενος < από το ὀψίκιον, μονάδα που συνόδευε τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου αλλά και γενικά τιμητική συνοδεία < λατινικό obsequium (τιμητική ακολουθία, συνοδεία)

ὀψικευόμενος

Συγγενικά

επεξεργασία