Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ὀφθήσομαι

  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική παθητικού μέλλοντα του ρήματος ὁράω
→ δείτε τη λέξη  ὁράω