Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀρθοδόξως < ορθόδοξος + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ὀρθοδόξως

  Μεταφράσεις επεξεργασία