Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀπίστατος < υπερθετικός βαθμός του επιθέτου *ὄπις που δεν μαρτυρείται στον θετικό βαθμό (συγκριτικός: ὀπίστερος

  Επίθετο επεξεργασία

ὀπίστατος, -η, -ον