Δείτε επίσης: ὀνόβρυχις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀνοβρυχίς αἱ ὀνοβρυχίδες
      γενική τῆς ὀνοβρυχίδος τῶν ὀνοβρυχίδων
      δοτική τῇ ὀνοβρυχίδ ταῖς ὀνοβρυχίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὀνοβρυχίδ τὰς ὀνοβρυχίδᾰς
     κλητική ! ὀνοβρυχίς* ὀνοβρυχίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀνοβρυχίδε
γεν-δοτ τοῖν  ὀνοβρυχίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀνοβρυχίς < → δείτε τη λέξη ὀνόβρυχις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀνοβρυχίς θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία