Δείτε επίσης: ιματιοθήκη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱματιοθήκη αἱ ἱματιοθῆκαι
      γενική τῆς ἱματιοθήκης τῶν ἱματιοθηκῶν
      δοτική τῇ ἱματιοθήκ ταῖς ἱματιοθήκαις
    αιτιατική τὴν ἱματιοθήκην τὰς ἱματιοθήκᾱς
     κλητική ! ἱματιοθήκη ἱματιοθῆκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱματιοθήκ
γεν-δοτ τοῖν  ἱματιοθήκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱματιοθήκη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἱμάτι(ον) + -ο- + -θήκη (< τίθημι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἱματιοθήκη θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία