Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱερομηνιακός < ἱερομηνία

  Επίθετο επεξεργασία

ἱερομηνιακός, -η, -ον

  • αυτός -ή, -ό που αναφέρεται ή ανήκει σε ἱερομηνία