Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱερακοκτόνος < ἱέραξ + κτόνος (< κτείνω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἱερακοκτόνος, -ος, -ον

  • αυτός που σκοτώνει ἱέρακες.