Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰσοκρατής < ἴσος + κράτος

  Επίθετο επεξεργασία

ἰσοκρατής

ὁ, ἡ ἰσοκρατής, τό ἰσοκρατές
  • που έχει ίση ισχύ, εξουσία, δύναμη, αλλά και ίσα δικαιώματα