ἰδιώτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἰδιώτης | οἱ | ἰδιῶται |
γενική | τοῦ | ἰδιώτου | τῶν | ἰδιωτῶν |
δοτική | τῷ | ἰδιώτῃ | τοῖς | ἰδιώταις |
αιτιατική | τὸν | ἰδιώτην | τοὺς | ἰδιώτᾱς |
κλητική ὦ! | ἰδιῶτᾰ | ἰδιῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰδιώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰδιώταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
ἰδιώτης < ἴδι(ος) + -ώτης. Δείτε και το συγγενικό λατινικό idiota (αδαής)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἰδιώτης αρσενικό
- το άτομο, ο ιδιώτης (σε αντίθεση με την πόλη, το γένος, τη φυλή)
- ο ιδιώτης, αυτός που δεν ασκεί κάποιο δημόσιο αξίωμα
- ο απλός άνθρωπος του λαού
- αυτός που δεν έχει επαγγελματική γνώση σε έναν τομέα
- αυτός που δεν έχει εμπειρία ή ικανότητες σε έναν τομέα
- (ως επίθετο) ιδιωτικός
- και με τη σημασία του αδαούς, όπως στα λατινικά: αμαθής, ευτελής, ηλίθιος [1]
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ έννοια αδαούς: Λουκιανός «Αλέξανδρος ή Ψευδομάντις § 30»
Πηγές επεξεργασία
- ἰδιώτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰδιώτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.