Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἡλιόδωρος < ἥλιος + δῶρον

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἡλιόδωρος αρσενικό