Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἠλέκτωρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἠλέκτωρ αρσενικό

  1. ο ήλιος που ακτινοβολεί
  2. η φωτιά, το πυρ, ως ένα από τα τέσσερα βασικά στοιχεία