Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἠγαπηκότες ἔστε < πληθ. του ἠγαπηκώς (μετοχή παρακ. ἀγαπάω) + ἔστε (< προστ. ενεστ. του ρήματος εἰμί)

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  ἀγαπάω