Ἐπιδαυρία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἐπιδαυρίᾱ | αἱ | Ἐπιδαυρίαι |
γενική | τῆς | Ἐπιδαυρίᾱς | τῶν | Ἐπιδαυριῶν |
δοτική | τῇ | Ἐπιδαυρίᾳ | ταῖς | Ἐπιδαυρίαις |
αιτιατική | τὴν | Ἐπιδαυρίᾱν | τὰς | Ἐπιδαυρίᾱς |
κλητική ὦ! | Ἐπιδαυρίᾱ | Ἐπιδαυρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐπιδαυρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἐπιδαυρίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ἐπιδαυρία < Ἐπίδαυρ(ος) + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ἐπιδαυρία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Ἐπίδαυρος
Πηγές επεξεργασία
- Ἐπιδαυρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.