Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔπαλξῐς αἱ ἐπάλξεις
      γενική τῆς ἐπάλξεως τῶν ἐπάλξεων
      δοτική τῇ ἐπάλξει ταῖς ἐπάλξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔπαλξῐν τὰς ἐπάλξεις
     κλητική ! ἔπαλξῐ ἐπάλξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπάλξει
γεν-δοτ τοῖν  ἐπαλξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔπαλξις, ήδη ομηρικό < λείπει η ετυμολογία → δείτε τη λέξη ἐπαλέξω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἔπαλξις θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) αμυντική κατασκευή
  2. (ειδικότερα) το πάνω μέρος του τείχους από το οποίο χτυπούσαν οι αμυνόμενοι

  Πηγές επεξεργασία