Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔνειμι < ἔν- + εἰμί

  Ρήμα επεξεργασία

ἔνειμι

  1. βρίσκομαι, υπάρχω (ανάμεσα)
  2. (απρόσωπο) ἔνεστι: είναι δυνατόν

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία