Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑλε- (< εἷλον, υποτακτική ἕλω: αόριστος β' του αἱρῶ) + πόλις

  Επίθετο επεξεργασία

ἑλέπολις

  • που καταστρέφει πόλεις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑλέπολις

  • πολιορκητική μηχανή

Δείτε επίσης επεξεργασία