Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

ἐχθρός, -ά, -όν

  1. μισητός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐχθρός αρσενικό

  1. εχθρός