ἐφημερεύω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐφημερεύω < ἐφημέριος
Ρήμα επεξεργασία
ἐφημερεύω
- έχω σκοπιά κατά τη διάρκεια της ημέρας
- είναι η ώρα που εργάζομαι στο ναό (για τους ιερείς και τους καθαριστές/καθαρίστριες που επιμελούντο τα του ναού με ωραριο)