ἐφημερία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐφημερίᾱ | αἱ | ἐφημερίαι |
γενική | τῆς | ἐφημερίᾱς | τῶν | ἐφημεριῶν |
δοτική | τῇ | ἐφημερίᾳ | ταῖς | ἐφημερίαις |
αιτιατική | τὴν | ἐφημερίᾱν | τὰς | ἐφημερίᾱς |
κλητική ὦ! | ἐφημερίᾱ | ἐφημερίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐφημερίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐφημερίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐφημερία θηλυκό
- (θρησκεία) εβδομαδιαία ή ημερήσια ιερατική εφημερία
- (θρησκεία) (συνεκδοχικά) η λειτουργία που τελείται από τον ιερέα κατά τη διάρκεια της εφημερίας