Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπιχειροτονί αἱ ἐπιχειροτονίαι
      γενική τῆς ἐπιχειροτονίᾱς τῶν ἐπιχειροτονιῶν
      δοτική τῇ ἐπιχειροτονί ταῖς ἐπιχειροτονίαις
    αιτιατική τὴν ἐπιχειροτονίᾱν τὰς ἐπιχειροτονίᾱς
     κλητική ! ἐπιχειροτονί ἐπιχειροτονίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιχειροτονί
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιχειροτονίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιχειροτονία < χειροτονέω / χειροτονῶ < χείρ + τείνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπιχειροτονία θηλυκό
  1. ανάταση της χειρός
  2. (κατ’ επέκταση) ψηφοφορία που αφορούσε την επικύρωση των νόμων
  3. (κατ’ επέκταση) εκλογή
  4. (κατ’ επέκταση) ψήφος

Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους 20 - 23

Συγγενικά επεξεργασία