Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπισκευή < ἐπισκευάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπισκευή θηλυκό

  1. η επισκευή
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επισκευή