Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιρρέω < ἐπι- + ῥέω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπιρρέω

  1. χύνομαι κάπου
  2. χύνομαι μέσα
  3. (για πλήθος) μαζεύομαι, συρρέω